Ἡ ἀλλοίωση τῆς ἐθνικῆς μας συνείδησης – Ἀπὸ Ῥωμαίοι σὲ Ἑλλήνες
!
Ἡ ἱστορία τῶν ὀνομάτων εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ. Καὶ κανένα ὄνομα δὲν σημάδεψε βαθύτερα τὸν ἑλληνικὸ βίο ἀπὸ τὸ ὄνομα Ῥωμαῖος — τὸ ὄνομα ποὺ γιὰ πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια ἀντικατέστησε τὸ Ἕλλην, χωρὶς ποτέ νὰ τὸ ἐξαλείψει.

Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἴδρυσε τὴν Νέα Ῥώμη, δὲν δημιούργησε ἕνα νέο κράτος· μετέφερε τὸ φῶς τῆς παλαιᾶς αὐτοκρατορίας στὴν Ἑλληνικὴ Ἀνατολή. Ἡ πολιτεία παρέμεινε Ρωμαϊκὴ στὴ δομή, ἀλλὰ ἡ ψυχή της ἔγινε Ἑλληνική. Ὁ πολίτης της δὲν ἐλέγετο οὔτε Ἕλλην οὔτε Σύρος οὔτε Αἰγύπτιος — ἐλέγετο Ῥωμαῖος, μέλος μιᾶς οἰκουμενικῆς πολιτείας πίστεως καὶ λόγου.

Στὴν ἀρχή, τὸ “Ἕλλην” σήμαινε εἰδωλολάτρης· ἔτσι, ἡ νέα ταυτότης τοῦ Ῥωμαίου δήλωνε τὸν ἄνθρωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τὸν φορέα τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα στὴν ἱστορία. Ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὸν δ΄ αἰῶνα, οἱ Καππαδόκες Πατέρες εἶχαν δώσει στὴν Ῥωμανία μιὰ νέα πνοή· ἔλαβαν τὴν γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τὴν ἔκαμαν ὄργανον Θεολογίας. Μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν Γρηγόριο Νύσσης, ὁ Ἑλληνικὸς νοῦς καὶ ἡ χριστιανικὴ ἀποκάλυψη ἑνώθησαν. Χάρη σ’ αὐτούς, ἡ Ῥωμανία ἔγινε ὁ τόπος ὅπου ὁ Ἑλληνισμὸς ἐβαπτίσθη στὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ ὁ Χριστιανισμὸς μίλησε Ἑλληνικά. Ἀπὸ τότε, τὸ ὄνομα Ῥωμαῖος δὲν ἐσήμαινε ἁπλῶς ὑπήκοος, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ φωτισμένου λόγου. Μὲ τοὺς αἰῶνες, ἡ ρωμαϊκὴ πολιτεία ἐξελληνίσθη ὁλοκληρωτικῶς.

Ὁ Ψελλός καὶ ὁ Χωνιάτης, τὸν ια΄ καὶ ιβ΄ αἰῶνα, ἔβλεπαν ἑαυτοὺς ὡς Ῥωμαίους καὶ ταυτοχρόνως ὡς κληρονόμους τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν τὸ 1204 οἱ σταυροφόροι κατέλαβαν τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Ῥωμαίοι ἔνιωσαν γιὰ πρώτη φορά ὅτι ἡ Δύση δὲν ἦταν πλέον συγγενής τους. Ἡ λέξη Ῥωμαῖος ἔγινε ταυτοχρόνως πολιτικὴ, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνική. Ἡ Νέα Ῥώμη ἦταν πια ὁ κόσμος τῶν Ὀρθοδόξων, τὸ φῶς τῆς Ἀνατολῆς.

Τὸν ιδ΄ αἰῶνα, ἡ πνευματικὴ Ῥωμανία ἐγνώρισε νέα δοκιμασία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔσταθη ὑπερασπιστὴς τῆς θεωρίας τοῦ φωτός — τῆς ἐμπειρίας τῆς θείας Χάριτος ὡς ἀληθινῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀντίπαλός του, ὁ Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, φέρων τὴν λογικὴν τῆς Δύσεως, ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνον διανοητικῶς, ὄχι ἐμπειρικῶς. Ἦταν ἡ σύγκρουση δύο κόσμων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διετύπωσε τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία ὅτι ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται, ὁ Βαρλαὰμ ὅτι ἀπλῶς φιλοσοφεῖται. Μὲ τὴν νίκη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἡ Ῥωμανία διεφύλαξε τὴν μυστικὴ της καρδία — τὴν διδασκαλία τοῦ φωτός, τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τῆς θείας παρουσίας. Ἦταν ἡ νίκη τῆς καρδιακῆς γνώσεως ἐπάνω στὴν λογικὴ ἀλαζονεία, ἡ νίκη τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς τῆς Ἀνατολῆς ἀπέναντι στὸ ψεύτκο καὶ ψυχρὸ φῶς τῆς Δύσεως.

Ἕπειτα ἦλθε ἡ Ἄλωση. Τὸ 1453 δὲν κατέλυσε τὴν Ῥωμανία — τὴν μετέφερε ἀπὸ τὸν θρόνο στὴν καρδιά. Οἱ Ὀθωμανοὶ ὠνόμασαν Rum ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους ὑπηκόους, καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔγινε τὸ τελευταῖο ἀνάχωμα τῆς ρωμαϊκῆς συνέχειας. Ὁ Πατριάρχης ἦταν “ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ῥωμιῶν”. Ἡ Ῥωμιοσύνη ἔπαυσε νὰ ἔχῃ σύνορα, ἀλλὰ ἔγινε πνευματικὸ βασίλειο. Μοναχοί, διδάσκαλοι, ἱερεῖς, ἁπλοὶ ἄνθρωποι φύλαξαν τὴν γλῶσσα, τὰ τροπάρια, τὰ βιβλία, τὸ φῶς.

Καὶ ὅταν ἔδειξε ὡς νὰ χαλαρῶνει ἡ πίστη, ἀνεφάνη τὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων Πατέρων — ἡ τελευταία μεγάλη ἄνθηση τῆς Ῥωμιοσύνης. Τὸν ιη΄ αἰῶνα, ἐνῷ ἡ Εὐρώπη ἔμπαινε στὴν ἐποχὴν τοῦ ὀρθολογισμοῦ, στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὴν Ἑλλάδα τῶν μοναστηριῶν ἐγεννήθη ἕτερον φῶς· ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος καὶ οἱ συνοδοιπόροι τους, ὕψωσαν φωνὴν ὑπὲρ τῆς ἑνότητος λόγου καὶ προσευχῆς, ὑπὲρ τῆς καρδιακῆς θεολογίας ποὺ σώζει τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὴν λήθη. Ἐὰν οἱ Πατέρες τῆς Καππαδοκίας ἕνωσαν τὸν Ἑλληνισμὸ μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη, οἱ Κολλυβάδες ἕνωσαν τὴν Ρωμαϊκὴ παράδοση μὲ τὴν ἀνατολικὴ πνευματικότητα. Ὑπερασπίσθησαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀπέναντι στὴν ψυχρὰν λογικὴν τοῦ Διαφωτισμοῦ, καὶ ἐδίδαξαν ὅτι ἡ ἀληθινὴ παιδεία δὲν εἶναι ἡ γνώση, ἀλλὰ ὁ φωτισμός. Ἦσαν οἱ τελευταῖοι διδάσκαλοι τῆς Ῥωμανίας — οἱ φύλακες μιᾶς ταυτότητος ποὺ δὲν ἔσβησε μὲ τὴν Ἄλωση, ἀλλὰ ἀνεγεννήθη μέσα στὰ δάκρυα καὶ στὰ κομποσχοίνια. Καὶ ἐνῷ οἱ Κολλυβάδες κρατοῦσαν ἄσβεστον τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὴν Δύση ἄρχισε νὰ φυσᾷ ἄλλος ἄνεμος – ὁ Διαφωτισμός. Ὁ Κοραῆς, ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ἄλλοι λόγιοι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, δὲν θέλησαν νὰ ἀναστήσουν τὸ Γένος, ἀλλὰ νὰ δημιουργήσουν ἕνα νέον ἔθνος, ὄχι ὡς Ῥωμαίους, ἀλλὰ ὡς Ἕλληνες· ὡς μαθητὲς τοῦ Παρισίου καὶ ὄχι τοῦ Πατριαρχείου. Τὸ “Ἕλλην” ἔγινε σημαία προόδου, ἀλλὰ πίσω του ἐκρύπτετο ῥῆξη· ἡ ἀπόπειρα νὰ κοπεῖ ὁ δεσμὸς μὲ τὴν Ῥωμανία, νὰ ἀντικατασταθεῖ ἡ πνευματικὴ συνέχεια ἀπὸ ἐθνικὴ μορφή.



Οἱ ἐπαναστάτες ὅμως τοῦ Μοριᾶ καὶ τῆς Ῥούμελης δὲν μιλοῦσαν τὴν γλῶσσα τῶν φιλοσόφων· μιλοῦσαν τὴν γλῶσσα τῶν Ῥωμιῶν. Πίστευαν ὅτι θὰ ἐλευθερώσουν τὴν Πόλη, ὅτι θὰ ξαναστήσουν τὸ βασίλειον τῶν Ῥωμαίων μὲ πρωτεύουσα τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Κολοκοτρώνης μιλοῦσε γιὰ τὸν βασιλέα του, γιὰ τὴν φρουρὰ τῆς Πόλεως, γιὰ τὴν σημαία τῆς Ῥωμανίας ποὺ θὰ κυμάτιζε πάλι. Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ’21 ἦταν διὰ τὸν λαὸν ῥωμαίικος ξεσηκωμὸς, ὄχι ἀντίγραφο τῆς Γαλλίας. Σύνθημά του εἶχε: «Γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν Πίστιν τὴν Ἁγίαν καὶ τῆς Πατρίδος τὴν Ἐλευθερίαν». Στοὺς λόγους τῶν πρώτων Ἐθνοσυνελεύσεων, δὲν φανερώνεται ἡ γέννηση νέου ἔθνους, ἀλλὰ ἡ μνήμη ἀρχαίου ποὺ ἀνασταίνεται.


Ὅταν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Γένους ὑπέγραψαν τὸ Προσωρινὸν Πολίτευμα, ἔγραψαν ὅτι «τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος, τὸ ὑπὸ ζυγὸν τῆς τυραννίας πάλαι στενάζον…» ἀνακτᾷ τὴν ἐλευθερία του. Δὲν εἶπαν ὅτι δημιουργεῖται νέο κράτος, ἀλλὰ ὅτι ἀναβιώνει ἕνα παλαιὸ ἔθνος ποὺ οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, οἱ Ῥωμιοὶ ἐνεδύθησαν τὴν ἀρχαία στολὴ τους, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴν ψυχή τους. Τὸ ὄνομα «Ἕλλην» ἐπανέρχεται ὄχι ὡς ῥῆξη, ἀλλὰ ὡς μαρτυρία ἀδιακόπου συνέχειας. Ὁ λαὸς ποὺ προσηύχετο στὴν Ἁγία Σοφία καὶ πολεμοῦσε μὲ τὸν δικέφαλο ἀετὸ, ἀναγνωρίζεται πλέον καὶ ὡς ἀπόγονος τοῦ Περικλέους — ἀλλὰ ἐν τῇ καρδίᾳ του παραμένει ὁ αὐτὸς Ῥωμιός. Οἱ δυτικοθρεμμένοι λόγιοι — ὁ Κοραῆς, ὁ Μαυροκορδάτος καὶ οἱ λοιποί — εἶδαν εἰς τοὺς ἀγραμμάτους Ῥωμιοὺς τι «σκοτεινόν», «ἀνελεύθερον», «θρησκόληπτον». Ἤθελαν νὰ τοὺς “διαφωτίσουν”, ἀλλὰ δὲν ἐννόησαν ὅτι οἱ Ῥωμιοὶ εἶχαν ἤδη φῶς — τὸ φῶς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Πατέρων τους.

Ὁ Καποδίστριας ὑπῆρξε ἡ τελευταία σύνθεση αὐτῶν τῶν δύο κόσμων· Ῥωμαῖος στὴ ψυχή, ἀλλὰ γνώστης τῆς Δύσεως. Ἡ δολοφονία του τὸ 1831 δὲν ἦταν μόνο πολιτικὴ πράξη· ἦταν συμβολικὸς θάνατος τῆς Ῥωμιοσύνης ὡς κρατικῆς δυνατότητος. Μετὰ ἀπ’ αὐτόν, ἡ Ἑλλὰς ἔγινε προτεκτοράτο τῆς Εὐρώπης, μὲ βασιλέα Βαυαρὸ καὶ διοίκηση ξένη πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ της. Τὸ ὄνομα “Ἕλληνες” ἐπικράτησε, ἀλλὰ τὸ περιεχόμενό του ἔγινε δυτικό, οὐχὶ ῥωμαίικο.

Ἀκόμα καὶ ἔτσι ὅμως, ἐπὶ ἕνα αἰῶνα, τὸ ὄραμα ζοῦσε ὡς Μεγάλη Ἰδέα. Ἦταν ἡ τελευταία ἀνάμνηση τῆς Ῥωμανίας ἐντός τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους· ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ γίνει πάλι πρωτεύουσα τοῦ Γένους. Μέχρι τὸ 1922, ἡ Ἑλλὰς πολεμοῦσε μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο πρὸς τὴν Πόλη· καὶ ὅταν ἐκάη ἡ Σμύρνη, δὲν ἐκάη ἁπλῶς μία πόλη· ἐκάη τὸ τελευταῖο ὄνειρο τῆς Ῥωμιοσύνης ὡς ἱστορικῆς δυνάμεως. Ἀπὸ τότε, ἡ Ἑλλὰς ἔμεινε μικρὰ — εὐρωπαϊκή, κοσμική, ὀρφανὴ ἀπὸ τὸ νόημά της.

Ὅμως, ἡ Ῥωμιοσύνη δὲν ἐχάθη. Ἔμεινε νὰ ἀνασαίνει στὰ χωριά, στὰ μοναστήρια, στὰ ποιήματα καὶ στὶς προσευχές. «Τούτη ἡ Ῥωμιοσύνη δὲν χάνεται», εἶπε ὁ Ρίτσος· καὶ ἀληθῶς, δὲν χάνεται, διότι δὲν εἶναι ἐθνότης, εἶναι τρόπος ὑπάρξεως. Ὁ Ῥωμαῖος δὲν ἀπέθανε. Ἔγινε Ἕλλην, ἀλλὰ κρατάει ἀκόμα ἐντός του τὴν Νέα Ῥώμη, τὸ φῶς τῶν Πατέρων, τὴν πίστι τῶν Κολλυβάδων, τὴν καρτερία τοῦ δοὺλου ποὺ γνωρίζει ὅτι εἶναι βασιλεύς. Ὑπὸ τὴν νεωτερικὴ ταυτότητά του, ὁ λαὸς αὐτὸς θυμᾶται — ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς “ἔθνος”, ἀλλὰ φορεὺς τοῦ Λόγου· τοῦ ἰδίου Λόγου ποὺ ἕνωσε τὸ ἑλληνικὸν πνεῦμα μὲ τὴν ρωμαϊκὴν καθολικότητα. Καὶ ἴσως, κάποτε, ὅταν ξαναθυμηθεῖ τὸ ὄνομά του, νὰ δυνηθεῖ νὰ ἐπανεύρει καὶ τὴν ἀποστολή του· νὰ ἑνώσει καὶ πάλιν λόγο καὶ πίστη, ἀλήθεια καὶ ἔλεος, Ἕλληνα καὶ Ῥωμαῖο, μέσα στὸ ἴδιο φῶς.
